- φιλευφρόσυνος
- φῐλευ-φρόσῠνος, ον,A fond of good cheer, Vett.Val.104.14, Heph.Astr.1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλευφρόσυνος — fond of good cheer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλευφρόσυνος — ον, Μ αυτός που αγαπά την ευφροσύνη, την χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ευφρόσυνος «φαιδρός, χαρούμενος»] … Dictionary of Greek
φιλευφροσύνους — φιλευφρόσυνος fond of good cheer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλευφρόσυνοι — φιλευφρόσυνος fond of good cheer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)